- καλοκέφαλος
- -η, -ογνωστικός, συνετός: Ο πατέρας σου είναι καλοκέφαλος και θα καταλάβει το πρόβλημά σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοκέφαλος — η, ο συνετός, νουνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ξερο κέφαλος, στενο κέφαλος] … Dictionary of Greek